- ψευτοφιλόσοφος
- οο ψεύτικος φιλόσοφος, αυτός που παρουσιάζεται ως φιλόσοφος αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευτοφιλόσοφος — ο, Ν άτομο που παριστάνει τον φιλόσοφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + φιλόσοφος] … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
ψευδοφιλόσοφος — ὁ, Μ ψευτοφιλόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φιλόσοφος] … Dictionary of Greek